Greek Meaning of rounded
στρογγυλεμένο
Other Greek words related to στρογγυλεμένο
- κουλουριασμένος
- βολβώδης
- κυκλικός
- καμπύλος
- σφαιρικός
- στρογγυλός
- γύρος
- στρογγυλός
- σφαιρικός
- Δακτυλιοειδής
- κυλινδρικός
- Κυλινδρικός
- δισκοειδής
- Δισκοειδής
- Ελλειπτικός
- παγκόσμιος
- βρόχος
- ωοειδής
- ωοειδής
- σπείρα
- δισκοειδής
- δισκοειδής
- ελλειπτικός
- Δακτυλιοειδής
- παραλληλόγραμμο
- ωοειδής
- Ελλειψοειδές
- δακτυλιοειδής
Nearest Words of rounded
- round-bottomed => Στρογγυλεμένης
- round-bottom flask => Σφαιρικό έρλενμαγιέρ
- round-bottom => στρογγυλόσχημο
- round-backed => κυφός
- round-arm => Round-arm
- roundaboutness => περίφραση
- roundabout way => κυκλικός κόμβος έμμεσος τρόπος
- roundabout => κυκλικός κόμβος
- round window => στρογγυλό παράθυρο
- round whitefish => Στρογγυλός λευκόψαρο
Definitions and Meaning of rounded in English
rounded (a)
curving and somewhat round in shape rather than jagged
rounded (imp. & p. p.)
of Round
rounded (a.)
Modified by contraction of the lip opening; labialized; labial. See Guide to Pronunciation, / 11.
FAQs About the word rounded
στρογγυλεμένο
curving and somewhat round in shape rather than jaggedof Round, Modified by contraction of the lip opening; labialized; labial. See Guide to Pronunciation, / 11
κουλουριασμένος,βολβώδης,κυκλικός,καμπύλος,σφαιρικός,στρογγυλός,γύρος,στρογγυλός,σφαιρικός,Δακτυλιοειδής
Μη σφαιρικός
round-bottomed => Στρογγυλεμένης, round-bottom flask => Σφαιρικό έρλενμαγιέρ, round-bottom => στρογγυλόσχημο, round-backed => κυφός, round-arm => Round-arm,