Greek Meaning of roundaboutness

περίφραση

Other Greek words related to περίφραση

Definitions and Meaning of roundaboutness in English

Webster

roundaboutness (n.)

The quality of being roundabout; circuitousness.

FAQs About the word roundaboutness

περίφραση

The quality of being roundabout; circuitousness.

κυκλικός,έμμεσος,Στρέβλωση,περιέλιξη,ελικοειδής,Παραπλανητικό,περιπλάνηση,ερπετοειδής,ελικοειδής,υπολογίζοντας

άμεσο,ίσιος,απλός,ειλικρινής,ειλικρινής,ανοιχτό,απλός,ειλικρινής,ειλικρινής,αφανέρωτος

roundabout way => κυκλικός κόμβος έμμεσος τρόπος, roundabout => κυκλικός κόμβος, round window => στρογγυλό παράθυρο, round whitefish => Στρογγυλός λευκόψαρο, round up => Στρογγυλοποίηση,