Greek Meaning of indirect
έμμεσος
Other Greek words related to έμμεσος
- κυκλικός
- κυκλικός κόμβος
- ελικοειδής
- Παραπλανητικό
- ερπετοειδής
- λεπτός
- ελικοειδής
- Στρέβλωση
- περιέλιξη
- υπολογίζοντας
- περιφραστικός
- πονηρός
- στρεβλός
- πονηρός
- καμπύλος
- Δολερός
- Παραπλανητικός
- ανέντιμος
- δόλιος
- ύπουλος
- μακρύς
- ελικοειδής
- υπερβολικά ομιλητικός
- περιπλάνηση
- ελικοειδής
- ύπουλος
- δύσκολος
- στα κρυφά
- Δόλιος.
- φλύαρος
- πλανόδιος
Nearest Words of indirect
- indirect antonym => έμμεσο αντίθετο
- indirect correlation => Έμμεση συσχέτιση
- indirect discourse => έμμεσoς λόγoς
- indirect evidence => Έμμεση απόδειξη
- indirect expression => Έμμεση έκφραση
- indirect fire => Έμμεσα πυρά
- indirect immunofluorescence => Ανοσοφθορισμός ποσώς
- indirect lighting => Έμμεσος φωτισμός
- indirect object => έμμεσο αντικείμενο
- indirect request => Έμμεσο αίτημα
Definitions and Meaning of indirect in English
indirect (s)
having intervening factors or persons or influences
not as a direct effect or consequence
indirect (a)
not direct in spatial dimension; not leading by a straight line or course to a destination
descended from a common ancestor but through different lines
extended senses; not direct in manner or language or behavior or action
indirect (a.)
Not direct; not straight or rectilinear; deviating from a direct line or course; circuitous; as, an indirect road.
Not tending to an aim, purpose, or result by the plainest course, or by obvious means, but obliquely or consequentially; by remote means; as, an indirect accusation, attack, answer, or proposal.
Not straightforward or upright; unfair; dishonest; tending to mislead or deceive.
Not resulting directly from an act or cause, but more or less remotely connected with or growing out of it; as, indirect results, damages, or claims.
Not reaching the end aimed at by the most plain and direct method; as, an indirect proof, demonstration, etc.
FAQs About the word indirect
έμμεσος
having intervening factors or persons or influences, not direct in spatial dimension; not leading by a straight line or course to a destination, descended from
κυκλικός,κυκλικός κόμβος,ελικοειδής,Παραπλανητικό,ερπετοειδής,λεπτός,ελικοειδής,Στρέβλωση,περιέλιξη,υπολογίζοντας
άμεσο,ειλικρινής,ανοιχτό,απλός,ίσιος,απλός,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,αφανέρωτος
indira nehru gandhi => Ίντιρα Γκάντι, indira gandhi => Ίντιρα Γκάντι, indinavir => Ιντιναβίρη, indin => Ιντίν, indiminishable => Αδιαίρετο,