Greek Meaning of circuitous

ελικοειδής

Other Greek words related to ελικοειδής

Definitions and Meaning of circuitous in English

Wordnet

circuitous (s)

marked by obliqueness or indirection in speech or conduct

deviating from a straight course

Webster

circuitous (a.)

Going round in a circuit; roundabout; indirect; as, a circuitous road; a circuitous manner of accomplishing an end.

FAQs About the word circuitous

ελικοειδής

marked by obliqueness or indirection in speech or conduct, deviating from a straight courseGoing round in a circuit; roundabout; indirect; as, a circuitous road

κυκλικός,έμμεσος,κυκλικός κόμβος,Παραπλανητικό,ερπετοειδής,ελικοειδής,ελικοειδής,Στρέβλωση,περιέλιξη,περιφραστικός

άμεσο,ίσιος,απλός,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,ανοιχτό,απλός,αφανέρωτος

circuition => κυκλοφορία, circuiter => κυκλική βαθμολόγηση, circuiteer => ηλεκτρολόγος μηχανικός, circuit court of appeals => Εφετείο κυκλώματος, circuit card => Ηλεκτρονική πλακέτα,