Greek Meaning of wandering
πλανόδιος
Other Greek words related to πλανόδιος
Nearest Words of wandering
Definitions and Meaning of wandering in English
wandering (n)
travelling about without any clear destination
wandering (s)
migratory
of a path e.g.
having no fixed course
wandering (p. pr. & vb. n.)
of Wander
wandering ()
a. & n. from Wander, v.
FAQs About the word wandering
πλανόδιος
travelling about without any clear destination, migratory, of a path e.g., having no fixed courseof Wander, a. & n. from Wander, v.
περιπλάνηση,αποσπασματικός,παρεκβατικός,διαλογικός,εκδρομικός,έμμεσος,άλμα,γκρινιάρης,ελικοειδής,ελικοειδής
συνεκτικός,συνεπής,λογικός,άμεσο,εστιασμένος,εστιασμένος,απλός,ακλόνητος
wanderer => περιπλανώμενος, wandered => περιπλανήθηκε, wander => περιπλανάμαι, wandala => Βάνδαλοι, wanda landowska => Βάντα Λαντόφσκα,