FAQs About the word maundering

γκρινιάρης

to speak indistinctly or disconnectedly, to speak in a disconnected or aimless way, grumble, to wander slowly and idly

περιπλάνηση,πλανόδιος,αποσπασματικός,παρεκβατικός,διαλογικός,εκδρομικός,έμμεσος,άλμα,ελικοειδής,ελικοειδής

συνεκτικός,συνεπής,λογικός,άμεσο,εστιασμένος,απλός,εστιασμένος,ακλόνητος

maunderers => γκρινιάρηδες, maundered => μουρμουρίζοντας, mauls => ακρωτηριάζει, maturities => λήξεις, mattresses => στρώματα,