Greek Meaning of focused

εστιασμένος

Other Greek words related to εστιασμένος

Definitions and Meaning of focused in English

Wordnet

focused (a)

being in focus or brought into focus

Wordnet

focused (s)

(of light rays) converging on a point

of an optical system (e.g. eye or opera glasses) adjusted to produce a clear image

Webster

focused (imp. & p. p.)

of Focus

FAQs About the word focused

εστιασμένος

being in focus or brought into focus, (of light rays) converging on a point, of an optical system (e.g. eye or opera glasses) adjusted to produce a clear imageo

απορροφάται,προσεκτικός, προσεκτική,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,κατενθουσιασμένος,εμβαπτισμένος,πρόθεση,ενδιαφέρομαι,εμπλεκόμενος,παρατηρητικός

απών,απρόσεκτος,αφηρημένος,αποσπασμένος,απρόσεκτος,ανυποψίαστος,προβληματισμένος,Απορρόφητη,εστίαση,αδιάφορος

focus on => εστιάζω σε, focus => Εστίαση, fo'c'sle => πλώρη, focimeter => εστιακόμετρο, focillation => διατροφή,