Greek Meaning of involved
εμπλεκόμενος
Other Greek words related to εμπλεκόμενος
- σύνθετος
- περιπλέκω
- περίπλοκος
- σύνθετο
- εκλεπτυσμένος
- περίπλοκος
- δύσκολο
- περίτεχνος
- λαβυρινθώδης
- μπερδεμένος
- ποικίλω
- μπαρόκ
- βυζαντινός
- απαιτητικός
- σύνθετος
- σύνθετο
- επιδέξιος
- ετερογενής
- ακατανόητος
- ανεξήγητος
- εξελιγμένη
- κουτουρού
- λαβυρινθώδης
- μικτός
- Διακλαδισμένος
- Πολυπρόσωπος
- πολυποίκιλος
- Υπερβολικά περίπλοκο
- υπερβολικά περίπλοκο
- σκληρός
- αβυσσαλέος
- ακατανόητος
Nearest Words of involved
- involutional depression => Καταθλιπτική διαταραχή της μέσης και μεγάλης ηλικίας
- involution => αναστροφή
- involuted => περίπλοκος
- involute => εξελιγμένη
- involuntary trust => ακούσια εμπιστοσύνη
- involuntary muscle => Ακούσιος μυς
- involuntary => ακούσιος
- involuntariness => ακούσια
- involuntarily => ακούσια
- involucrums => περιβλήματα
Definitions and Meaning of involved in English
involved (a)
connected by participation or association or use
involved (s)
entangled or hindered as if e.g. in mire
emotionally involved
highly complex or intricate and occasionally devious
enveloped
involved (imp. & p. p.)
of Involve
involved (a.)
Same as Involute.
FAQs About the word involved
εμπλεκόμενος
connected by participation or association or use, entangled or hindered as if e.g. in mire, emotionally involved, highly complex or intricate and occasionally d
σύνθετος,περιπλέκω,περίπλοκος,σύνθετο,εκλεπτυσμένος,περίπλοκος,δύσκολο,περίτεχνος,λαβυρινθώδης,μπερδεμένος
απλός,απλός,Απλοποιημένο,απλός,Ομοιογενής,όχι σύνθετο,απλό,Υπεραπλουστευμένο,απλοϊκός,στολή
involutional depression => Καταθλιπτική διαταραχή της μέσης και μεγάλης ηλικίας, involution => αναστροφή, involuted => περίπλοκος, involute => εξελιγμένη, involuntary trust => ακούσια εμπιστοσύνη,