Greek Meaning of simplistic

απλοϊκός

Other Greek words related to απλοϊκός

Definitions and Meaning of simplistic in English

Wordnet

simplistic (s)

characterized by extreme and often misleading simplicity

Webster

simplistic (a.)

Of or pertaining to simples, or a simplist.

FAQs About the word simplistic

απλοϊκός

characterized by extreme and often misleading simplicityOf or pertaining to simples, or a simplist.

παιδικός,αφελης,απλός,Αγέλαστος,παιδαριώδης,Ανώριμος,βρεφικός,αθώος,ανήλικος,αφελή

γνώση,έξυπνος,εκλεπτυσμένος,κοσμικός,ενήλικας,κοσμοπολίτης,έμπειρος,Ώριμος,ανώριμος,Έμπειρος

simplist => απλούστερος, simplism => Απλοποίηση, simplifying => απλούστευση, simplify => απλοποιήστε, simplified => Απλοποιημένο,