Greek Meaning of childish

παιδικός

Other Greek words related to παιδικός

Definitions and Meaning of childish in English

Wordnet

childish (s)

indicating a lack of maturity

Webster

childish (a.)

Of, pertaining to, befitting, or resembling, a child.

Puerile; trifling; weak.

FAQs About the word childish

παιδικός

indicating a lack of maturityOf, pertaining to, befitting, or resembling, a child., Puerile; trifling; weak.

Έφηβος,Ανώριμος,ανήλικος,βρεφώδης,βρεφικός,πεινασμένος,παιδαριώδης,παιδαριώδης,αγορίστικος,θρασύς

ενήλικας,Ώριμος,έμπειρος,ενήλικας,γνώση,έξυπνος,εκλεπτυσμένος,κοσμικός,κοσμοπολίτης,ανώριμος

childing => γέννηση, childhood => παιδική ηλικία, childermas day => Ημέρα των Αθώων Νηπίων, childed => με παιδια, childe hassam => Τσάιλντ Χάσαμ,