Greek Meaning of naïve
αφελή
Other Greek words related to αφελή
- Ανώριμος
- άπειρος
- αφελής
- αθώος
- απλός
- Αγέλαστος
- πιστεύων
- άπειρος
- απρόσεκτος
- παιδικός
- παιδαριώδης
- δροσερός
- δακρυόβρεκτος
- Πράσινο
- Εύπιστος
- ιδεαλιστής
- αφελής
- πρωτόγονος
- εμπιστευώμενος
- εμπιστευτικός
- ακρτικός
- άθελά του
- μη ρεαλιστικό
- ανυποψίαστος
- άκακος
- απρόσεκτος
- εξωκοσμικός
- με διάπλατα μάτια
- Ωχ, όχι...
- ανόητος
- απλοϊκός
- Γοητευμένος
- Ευκολόπιστος
- Εξαπατημένος
- εξαπατημένος
- απρόσεκτος
- Ανέφικτο
- Ωμός
- ευαίσθητος
- απρόσεκτος
- Αυταπατώμενος
- απροστάτευτος
- Εύπιστος
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- κοσμοπολίτης
- κριτική
- κυνικός
- έμπειρος
- άπιστος
- γνώση
- σκεπτικός
- εκλεπτυσμένος
- ύποπτος
- μη πεπεισμένος
- επιφυλακτικός
- κοσμικός
- αμφίβολος
- προσγειωμένος
- Φρουρούμενος
- πεισματάρης
- καχύποπτος
- πραγματιστής
- ρεαλιστικός
- νηφάλιος
- επαγρυπνών
- Έμπειρος
- επιφυλακτικός
- πρακτικός
- Έξυπνος στον δρόμο
- εξυπνάδα
- υποψιαζόμενος
Nearest Words of naïve
Definitions and Meaning of naïve in English
naïve
deficient in worldly wisdom or informed judgment, not having been exposed previously to an antigen, credulous, self-taught, primitive, not previously subjected to experimentation or a particular experimental situation, marked by honest simplicity, not having previously used a particular drug (as marijuana), not having previously used a particular drug (such as marijuana), produced by or as if by a self-taught artist, marked by unaffected simplicity, showing lack of experience or knowledge
FAQs About the word naïve
αφελή
deficient in worldly wisdom or informed judgment, not having been exposed previously to an antigen, credulous, self-taught, primitive, not previously subjected
Ανώριμος,άπειρος,αφελής,αθώος,απλός,Αγέλαστος,πιστεύων,άπειρος,απρόσεκτος,παιδικός
προσεκτικός,προσεκτικός,κοσμοπολίτης,κριτική,κυνικός,έμπειρος,άπιστος,γνώση,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος
naïfs => αφελείς, naïf => ανόητος, myths => μύθοι, mythos => μύθος, mythomaniac => μυθομανής,