Greek Meaning of callow
άπειρος
Other Greek words related to άπειρος
- Έφηβος
- Ανώριμος
- άπειρος
- Νεαρός
- Πράσινο
- ανήλικος
- αφελης
- παιδαριώδης
- άπτερος
- άμορφος
- Άγουρο
- Άγουρο
- νεανικός
- βρεφώδης
- αγορίστικος
- παιδικός
- κοριτσίστικος
- βρεφικός
- παιδαριώδης
- παιδαριώδης
- αφελής
- αθώος
- παιδαριώδης
- παρθενικός
- αφελή
- Ωμός
- τρυφερό
- άθελά του
- άνοστος
- Αγέλαστος
- ανεκπαίδευτος
- αν δοκιμαστεί
- παρθενικός
- πίσω από τα αυτιά
- νεανικός
Nearest Words of callow
Definitions and Meaning of callow in English
callow (s)
young and inexperienced
callow (a.)
Destitute of feathers; naked; unfledged.
Immature; boyish; green; as, a callow youth.
callow (n.)
A kind of duck. See Old squaw.
FAQs About the word callow
άπειρος
young and inexperiencedDestitute of feathers; naked; unfledged., Immature; boyish; green; as, a callow youth., A kind of duck. See Old squaw.
Έφηβος,Ανώριμος,άπειρος,Νεαρός,Πράσινο,ανήλικος,αφελης,παιδαριώδης,άπτερος,άμορφος
ενήλικας,προηγμένος,έμπειρος,Ώριμος,πρόωρος,ώριμος,ενήλικας,γνώση,έμπειρος,εκλεπτυσμένος
call-out => Κλήση, callousness => Αδιαφορία, callously => αδιάφορα, calloused => σκληραγωγημένος, callous => σκληρόκαρδος,