Greek Meaning of precocious
πρόωρος
Other Greek words related to πρόωρος
Nearest Words of precocious
- precocial => πρόωρος
- preclusive => αποκλειστικός
- preclusion => αποκλεισμός
- preclude => αποκλείω
- preclinical trial => Προκλινική δοκιμή
- preclinical test => προκλινική δοκιμή
- preclinical phase => προκλινική φάση
- preclinical => Προκλινικός
- precision rifle => Τυφέκιο ακριβείας
- precision cookie => Μπισκοτο με ακριβεια
- precocious dentition => Πρώιμη οδοντοφυΐα
- precociously => πρόωρα
- precociousness => πρόωρη ανάπτυξη
- precocity => προωριμότητα
- precognition => πρόγνωση
- precognitive => προγνωστικός
- pre-columbian => προκολομβιανός
- preconceive => Προκαταλαμβάνω
- preconceived => προκατειλημμένος
- preconceived idea => Προκατάληψη
Definitions and Meaning of precocious in English
precocious (a)
characterized by or characteristic of exceptionally early development or maturity (especially in mental aptitude)
precocious (s)
appearing or developing early
FAQs About the word precocious
πρόωρος
characterized by or characteristic of exceptionally early development or maturity (especially in mental aptitude), appearing or developing early
νωρίς,Πρόωρος,ξαφνικά,απροσδόκητος,άκαιρος,ακατάλληλος,απρόβλεπτος,απρόβλεπτο,ανώμαλος,ξαφνικός
καθυστερημένος,παραβάτης,αργά,αργός,αργοπορημένος,αναμενόμενος,αναμενόμενος,με κάποια καθυστέρηση,ληξιπρόθεσμο,καθυστερημένος
precocial => πρόωρος, preclusive => αποκλειστικός, preclusion => αποκλεισμός, preclude => αποκλείω, preclinical trial => Προκλινική δοκιμή,