Greek Meaning of premature
Πρόωρος
Other Greek words related to Πρόωρος
Nearest Words of premature
- premature baby => Πρόωρο βρέφος
- premature infant => Πρόωρο παιδί
- premature labor => Πρόωρος τοκετός
- premature labour => Πρόωρος τοκετός
- premature ventricular contraction => Πρόωρη κοιλιακή σύσπαση
- prematurely => πρόωρα
- prematureness => Πρόωροτητα
- prematurity => προωρότητα
- premedical => προϊατρικός
- premeditate => προμελετώ
Definitions and Meaning of premature in English
premature (a)
born after a gestation period of less than the normal time
premature (s)
too soon or too hasty
uncommonly early or before the expected time
FAQs About the word premature
Πρόωρος
born after a gestation period of less than the normal time, too soon or too hasty, uncommonly early or before the expected time
νωρίς,ακατάλληλος,πρόωρος,ξαφνικά,απροσδόκητος,άκαιρος,ανώμαλος,ξαφνικός,απρόβλεπτος,απρόβλεπτο
καθυστερημένος,αργά,ληξιπρόθεσμο,αργός,αναμενόμενος,καθυστερημένος,παραβάτης,αναμενόμενος,αναβληθείς,αργοπορημένος
premarital => προγαμιαίος, prelude => προοίμιο, prelone => πρελόν, preliterate => αναλφάβητος, prelims => προκριματικά,