Greek Meaning of unexpected
απροσδόκητος
Other Greek words related to απροσδόκητος
Nearest Words of unexpected
Definitions and Meaning of unexpected in English
unexpected (a)
not expected or anticipated
unexpected (a.)
Not expected; coming without warning; sudden.
FAQs About the word unexpected
απροσδόκητος
not expected or anticipatedNot expected; coming without warning; sudden.
ξαφνικά,ξαφνικός,απρόβλεπτος,απρόβλεπτο,απίθανος,Εντυπωσιακός,εκπληκτικό,ακούσιος,απίθανο,απρόβλεπτος
αναμενόμενος,αναμενόμενος,προβλεπόμενος,προβλεπόμενος,προφήτευσε,αναπάντεχο
unexpectation => απρόσμενος, unexpansive => μη διευρυμένος, unexhaustible => ανεξάντλητος, unexhausted => ανεξάντλητος, unexcused => αδικαιολόγητο,