Greek Meaning of sudden
ξαφνικά
Other Greek words related to ξαφνικά
Nearest Words of sudden
Definitions and Meaning of sudden in English
sudden (a)
happening without warning or in a short space of time
FAQs About the word sudden
ξαφνικά
happening without warning or in a short space of time
ξαφνικός,απροσδόκητος,απρόβλεπτος,απρόβλεπτο,απίθανος,Εντυπωσιακός,εκπληκτικό,ακούσιος,απίθανο,απρόβλεπτος
αναμενόμενος,αναμενόμενος,προβλεπόμενος,προβλεπόμενος,προφήτευσε,αναπάντεχο
sudd => Σάδ, sudbury => Σάδμπερι, sudatory => Θερμολουτρία, sudatorium => ιδρωτήριο, sudation => Ιδρώτας,