Greek Meaning of suddenness
αιφνιδιότητα
Other Greek words related to αιφνιδιότητα
Nearest Words of suddenness
Definitions and Meaning of suddenness in English
suddenness (n)
the quality of happening with headlong haste or without warning
FAQs About the word suddenness
αιφνιδιότητα
the quality of happening with headlong haste or without warning
αιφνιδιότητα,βιασύνη,θράσος,απροσεξία,απροσεξία,ορμητικότητα,απότομο,Παρορμητικότητα,απερισκεψία,απροσεξία
εγρήγορση,προσοχή,φροντίδα,προσοχή,προσοχή,προσοχή,σύνεση,φρόνηση,εγρήγορση,προσοχή
suddenly => ξαφνικά, sudden infant death syndrome => Σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, sudden death => αιφνίδιος θάνατος, sudden => ξαφνικά, sudd => Σάδ,