Greek Meaning of thoughtlessness
απερισκεψία
Other Greek words related to απερισκεψία
- απροσεξία
- υπερβολή
- απροσεξία
- Αφέλεια
- απροσεξία
- Απροσεξία
- απερισκεψία
- ζήλος
- παρορμητικότητα
- εγκαταλείπω
- Ζήλος
- ανεπιτήδευτο
- ενθουσιασμός
- Θέρμη
- Ξενοιασιά
- πνεύμα
- Σποντανεϊκότητα
- Έλλειψη συγκράτησης
- θερμότητα
- φανατισμός
- Ζήλος
- εγκατάλειψη
- Λευκή επιταγή
- carte blanche
- ευκολία
- περίσσεια
- υπερβολή
- ελεύθερο χέρι
- Ακράτεια
- επιείκεια
- ασυδοσία
- ακολασία
- Φυσικότητα
- επιτρεπτικότητα
- αυθορμητισμός
- απεριόριστος
- ασέλγεια
- αγριότητα
- αδιαφορία
- Ανεξέλεγκτο
- ασυνειδησία
Nearest Words of thoughtlessness
- thought-provoking => υποβλητικός
- thought-reader => Αναγνώστης σκέψεων
- thousand => Χίλιοι
- thousand and one nights => Χίλιες και μία νύχτες
- thousand island dressing => Σως Χίλιων Νήσων
- thousand legs => Χιλιόποδα
- thousand times => χίλιες φορές
- thousandfold => χίλιες φορές
- thousand-fold => χιλιάδες φορές
- thousandth => χιλιοστό
Definitions and Meaning of thoughtlessness in English
thoughtlessness (n)
the quality of failing to be considerate of others
the trait of not thinking carefully before acting
FAQs About the word thoughtlessness
απερισκεψία
the quality of failing to be considerate of others, the trait of not thinking carefully before acting
απροσεξία,υπερβολή,απροσεξία,Αφέλεια,απροσεξία,Απροσεξία,απερισκεψία,ζήλος,παρορμητικότητα,εγκαταλείπω
περιορισμός,Ντροπή,Αναστολή,καταστολή,εφεδρεία,συγκράτηση,εχεμύθεια,καταστολή,ανησυχία,προσοχή
thoughtlessly => απερίσκεπτα, thoughtless => απρόσεκτος, thought-image => νοητική εικόνα, thoughtfulness => στοχαστικότητα, thoughtfully => Προσεκτικά,