Greek Meaning of discreetness

διακριτικότητα

Other Greek words related to διακριτικότητα

Definitions and Meaning of discreetness in English

Wordnet

discreetness (n)

knowing how to avoid embarrassment or distress

subtly skillful handling of a situation

FAQs About the word discreetness

διακριτικότητα

knowing how to avoid embarrassment or distress, subtly skillful handling of a situation

Διακριτικότητα,φρόνηση,αίσθηση,σοφία,ευφυΐα,κοινή λογική,Τόλμη,κοινή λογική,Διορατικότητα,νοημοσύνη

απροσεξία,Απροσεξία,απροσεξία,Μυωπία,απροσεξία,ανοησία,παράλογος

discreetly => διακριτικά, discreet => διακριτικός, discreditor => δυσπιστιστής, discrediting => δυσφημιστική, discredited => εκτεθειμένος,