FAQs About the word discretely

διακριτικά

Separately; disjunctively.

ατομικά,χωριστά,Ξεχωριστά,ανεξάρτητα,αντίστοιχα,μεμονωμένα,όλοι,το τεμάχιο,ανά,κατά κεφαλήν

συνολικά,συλλογικά,μαζί,συνολικά

discrepant => ασυνεπής, discrepancy => διαφορά, discrepance => διαφωνία, discreetness => διακριτικότητα, discreetly => διακριτικά,