FAQs About the word aggregately

συνολικά

Collectively; in mass.

συλλογικά,μαζί,συνολικά

όλοι,το τεμάχιο,ανεξάρτητα,ατομικά,ανά,κατά κεφαλήν,αντίστοιχα,χωριστά,μεμονωμένα,Ξεχωριστά

aggregated => Συνενωμένος, aggregate fruit => Συγκάρπιο., aggregate => σύνολο, aggravator => επιδεινώνοντα περίσταση, aggravative => επιβαρυντικός,