Greek Meaning of aggregation
συσσωμάτωση
Other Greek words related to συσσωμάτωση
- συσσώρευση
- σύνολο
- συναρμολόγηση
- δέσμη
- ομάδα
- ομαδοποίηση
- ποικιλία
- συσσώρευση
- Αμάλγαμα
- συγχώνευση
- Πίνακας
- ποικιλία
- Συγκρότημα
- τράπεζα
- συλλογή
- συλλογικός
- συσσωμάτωμα
- αγέλη
- μίγμα
- ανάμεικτα
- Μείγμα
- απορρόφηση
- ανάμειξη
- κράμα
- συνέλευση
- παρτίδα
- Μπαταρία
- σμήνος
- ανάμιξη
- μπλοκ
- γέννα
- δέσμη
- Θρόμβος
- συστάδα
- συμπλέκτης
- συνένωση
- συνασπισμός
- Κοκτέιλ
- αποικία
- συνδυασμός
- Μίγμα
- σύνθετος
- σύνθετο
- Συγκέντρωση
- Εκκλησία
- Αστερισμός
- οδήγησε
- Γαλάκτωμα
- σύντηξη
- κοπάδι
- συνάντηση
- κατακερματισμός
- Ομοιογενοποίηση
- ανακάτωμα
- ομάδα
- ανάμιξη
- Ενσωμάτωση
- ενοποίηση
- ανάμειξη
- ανάμειξη
- ανακάτεμα
- κόμπος
- πολύ
- μεντλέι
- ανακατεύω
- Συγχώνευση
- συγχώνευση
- μίξη
- μυστήριο
- μίγμα
- ποικιλόμορφος
- κλήση
- ψιλοπράγματα
- Οργάνωση
- Πακέτο
- πακέτο
- δέμα
- Πλήθος
- Πατσγουόρκ
- παχουλός
- λοβός
- Ποτ-πουρί
- σετ
- σουίτα
- διάφορα
- σμήνος
- σύνθεση
- ολότητα
- ανάμιξη
- Συνένωση
- ανάμειξη
- μίγμα
- Συγχώνευση
Nearest Words of aggregation
Definitions and Meaning of aggregation in English
aggregation (n)
several things grouped together or considered as a whole
the act of gathering something together
aggregation (n.)
The act of aggregating, or the state of being aggregated; collection into a mass or sum; a collection of particulars; an aggregate.
FAQs About the word aggregation
συσσωμάτωση
several things grouped together or considered as a whole, the act of gathering something togetherThe act of aggregating, or the state of being aggregated; colle
συσσώρευση,σύνολο,συναρμολόγηση,δέσμη,ομάδα,ομαδοποίηση,ποικιλία,συσσώρευση,Αμάλγαμα,συγχώνευση
συνιστώσα,Στοιχείο,μονάδα,συστατικό,Οντότητα,άτομο,συστατικό,αντικείμενο,ανύπαντρος
aggregating => συγκεντρώνοντας, aggregately => συνολικά, aggregated => Συνενωμένος, aggregate fruit => Συγκάρπιο., aggregate => σύνολο,