Greek Meaning of huddle
ομάδα
Other Greek words related to ομάδα
- συνάντηση
- συνάντηση
- συνέλευση
- κονκλάβιο
- Συνέδριο
- συνέδριο
- σύμβαση
- Σύγκληση
- Συμβούλιο
- Συνάντηση
- συμπόσιο
- Σύνοδος
- Ακροατήριο
- Ντουλάπι
- Κόμμα
- Κλινική
- κουβέντα
- συνομιλία
- διαδήλωση
- διάλογος
- Διάλογος
- λόγος
- συζήτηση
- Φόρουμ
- συνέντευξη
- διαπραγμάτευση
- συγκέντρωση
- τραπέζι στρογγυλό
- σεμινάριο
- συνεδρία
- σύνοδος κορυφής
- μιλάω
- Εργαστήριο
Nearest Words of huddle
- huddie leadbetter => Χάντι Λιντμπέτερ
- hud => HUD
- huckstress => μικροπωλήτρια
- huckstering => κομπογιαννιτισμός
- hucksterer => πλανόδιος
- huckstered => πουλήθηκε, πωλήθηκε ως πωλητής, πωλήθηκε ως πωλητής
- hucksterage => τσαρλατανισμός
- huckster => Πλανόδιος πωλητής
- huckleberry oak => oak
- huckleberry finn => Χάκλμπερι Φιν
Definitions and Meaning of huddle in English
huddle (n)
(informal) a quick private conference
a disorganized and densely packed crowd
huddle (v)
crowd or draw together
crouch or curl up
huddle (v. i.)
To press together promiscuously, from confusion, apprehension, or the like; to crowd together confusedly; to press or hurry in disorder; to crowd.
huddle (v. t.)
To crowd (things) together to mingle confusedly; to assemble without order or system.
To do, make, or put, in haste or roughly; hence, to do imperfectly; -- usually with a following preposition or adverb; as, to huddle on; to huddle up; to huddle together.
huddle (n.)
A crowd; a number of persons or things crowded together in a confused manner; tumult; confusion.
FAQs About the word huddle
ομάδα
(informal) a quick private conference, a disorganized and densely packed crowd, crowd or draw together, crouch or curl upTo press together promiscuously, from c
συνάντηση,συνάντηση,συνέλευση,κονκλάβιο,Συνέδριο,συνέδριο,σύμβαση,Σύγκληση,Συμβούλιο,Συνάντηση
Οντότητα,μονάδα,αντικείμενο,ανύπαντρος
huddie leadbetter => Χάντι Λιντμπέτερ, hud => HUD, huckstress => μικροπωλήτρια, huckstering => κομπογιαννιτισμός, hucksterer => πλανόδιος,