Greek Meaning of conclave

κονκλάβιο

Other Greek words related to κονκλάβιο

Definitions and Meaning of conclave in English

Wordnet

conclave (n)

a confidential or secret meeting

FAQs About the word conclave

κονκλάβιο

a confidential or secret meeting

Κόμμα,σύμβαση,συνάντηση,συνάντηση,Σύνοδος,συνέλευση,Ντουλάπι,Συνέδριο,συνέδριο,συνομιλία

No antonyms found.

concision => περιεκτικότητα, conciseness => Περίληψη, concisely => περιεκτικά, concise => περιεκτικός, conciliatory => συμβιβαστικός,