Greek Meaning of conciliative

συμβιβαστικός

Other Greek words related to συμβιβαστικός

Definitions and Meaning of conciliative in English

Wordnet

conciliative (a)

intended to placate

FAQs About the word conciliative

συμβιβαστικός

intended to placate

συμβιβά,φιλοξενώ,προσαρμόζω,ευθυγραμμίζω,συνδυάζω,Συμμορφώνω,Συντονίζω,Εναρμόνιση,ενσωματώνω,τακτοποιώ

αποξενώνω,συγχέω,ακαταστασία,αποδιοργανώνω,διαταράσσω,ενοχλώ,στραβός,αναστατωμένος,δυσαρμονία,διαταραχή

conciliation => συμφιλίωση, conciliate => συμφιλιώνω, conciliable => συμβιβάσιμος, conciergerie => Κονσιερζερί, concierge => θυρωρός,