Greek Meaning of concisely

περιεκτικά

Other Greek words related to περιεκτικά

Definitions and Meaning of concisely in English

Wordnet

concisely (r)

in a concise manner; in a few words

FAQs About the word concisely

περιεκτικά

in a concise manner; in a few words

σύντομα,σφιχτά,τραγανός,σύντομα,λακωνικά,με περιεκτικό τρόπο,ακριβώς,σύντομα,περιληπτικά,συνοπτικά

διάχυτα,εκτενώς,πολυλογίας,μακρυγoρήγητα,Περιττά,επανειλημμένα

concise => περιεκτικός, conciliatory => συμβιβαστικός, conciliator => μεσολαβητής, conciliative => συμβιβαστικός, conciliation => συμφιλίωση,