FAQs About the word repetitiously

επανειλημμένα

tiresomely repeating, characterized or marked by repetition, marked by repetition, tediously repeating

Περιττά,διάχυτα,εκτενώς,πολυλογίας

σύντομα,σφιχτά,περιεκτικά,τραγανός,σύντομα,ελλειπτικά,λακωνικά,σύντομα,περιληπτικά,συνοπτικά

repetitions => επαναλήψεις, repertoires => ρεπερτόρια, repercussions => Επιπτώσεις, repeopled => επανακατοικήθηκε, repents => μετανοεί,