Greek Meaning of repeopled

επανακατοικήθηκε

Other Greek words related to επανακατοικήθηκε

Definitions and Meaning of repeopled in English

repeopled

to people (something) again

FAQs About the word repeopled

επανακατοικήθηκε

to people (something) again

ανακτημένο,ανακτηθεί,λυτρωμένος,αποκατεστημένος,ανάκτηση,Διασωθείς,αποθηκευμένο,διασωθεί,ανάρρωσε,αποκατεστημένος

εγκαταλελειμμένος,ερειπωμένο,έρημος,έρημος,αναξιοποίητος,ξεχασμένος,εγκαταλελειμμένος,απορριπτόμενος,ελεύθερος,άδειος

repents => μετανοεί, repentances => μεταμέλειες, repels => απωθεί, repeats => επαναλαµβάνει, repeaters => αναμεταδόσεις,