Greek Meaning of unattended
δίχως επίβλεψη
Other Greek words related to δίχως επίβλεψη
- μόνος
- ασυνόδευτος
- εγκαταλελειμμένος
- έρημος
- άφιλός
- μονωμένος
- απομονωμένος
- μόνος
- μοναχικός
- μοναχικός
- συνταξιούχος
- απομονωμένος
- διαχωρισμένος
- μοναχικός
- σόλο
- αποσυρμένος
- ασυνόδευτος
- μοναστικός
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένος
- αποσυνδεδεμένο
- αποσπασματικός
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- διαιρεμένος
- ξεχασμένος
- εγκαταλελειμμένος
- εγκαταλελειμμένος
- ερμητικός
- ερμητικός
- απομονώνω
- παραμελημένος
- σε καραντίνα
- απομακρυσμένος
- διαχωρισμένος
- ξεχωριστό
- απομονωμένος
- ανύπαντρος
- ανεξάρτητος
- μη συνδεδεμένος
- κλασματικός
- Άσχετος
Nearest Words of unattended
Definitions and Meaning of unattended in English
unattended (s)
not watched
lacking accompaniment or a guard or escort
lacking a caretaker
FAQs About the word unattended
δίχως επίβλεψη
not watched, lacking accompaniment or a guard or escort, lacking a caretaker
μόνος,ασυνόδευτος,εγκαταλελειμμένος,έρημος,άφιλός,μονωμένος,απομονωμένος,μόνος,μοναχικός,μοναχικός
παρακείμενος,παρακολούθησε,συνοδεύεται,γειτονικός,Επισυναπτόμενος,συνοδευόμενος,επικοινωνία,συνδεδεμένος,Συνεχής,συζευγμένο
unattainably => Ανεφάρμοστος, unattainableness => Απροσπέλαστοτητα, unattainable => Απρόσιτος, unattackable => απαραβίαστος, unattached => ανεξάρτητος,