Greek Meaning of insulated
μονωμένος
Other Greek words related to μονωμένος
- μοναστικός
- αποσυνδεδεμένος
- ερμητικός
- ερμητικός
- απομονώνω
- απομονωμένος
- συνταξιούχος
- απομονωμένος
- διαχωρισμένος
- διαχωρισμένος
- αποσυρμένος
- αποσπασμένος
- διαιρεμένος
- άφιλός
- σε καραντίνα
- απομακρυσμένος
- ξεχωριστό
- απομονωμένος
- ανεξάρτητος
- δίχως επίβλεψη
- μη συνδεδεμένος
- Άσχετος
- εγκαταλελειμμένος
- μόνος
- έρημος
- αποσυνδεδεμένο
- αποσπασματικός
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- ξεχασμένος
- εγκαταλελειμμένος
- εγκαταλελειμμένος
- μόνος
- μοναχικός
- μοναχικός
- παραμελημένος
- ανύπαντρος
- μοναχικός
- σόλο
- ασυνόδευτος
- κλασματικός
- ασυνόδευτος
Nearest Words of insulated
- insulating => μονωτικό
- insulating tape => Μονωτική ταινία
- insulation => Μόνωση
- insulator => Μόνωση
- insulin => ινσουλίνη
- insulin reaction => Αντίδραση στην ινσουλίνη
- insulin shock => Υπογλυκαιμικό κώμα
- insulin shock therapy => Θεραπεία με ηλεκτροσόκ και ινσουλίνη
- insulin shock treatment => Θεραπεία ινσουλινικής καταπληξίας
- insulin-dependent diabetes mellitus => Διαβήτης τύπου 1
Definitions and Meaning of insulated in English
insulated (imp. & p. p.)
of Insulate
insulated (p. a.)
Standing by itself; not being contiguous to other bodies; separated; unconnected; isolated; as, an insulated house or column.
Separated from other bodies by means of nonconductors of heat or electricity.
Situated at so great a distance as to be beyond the effect of gravitation; -- said of stars supposed to be so far apart that the affect of their mutual attraction is insensible.
FAQs About the word insulated
μονωμένος
of Insulate, Standing by itself; not being contiguous to other bodies; separated; unconnected; isolated; as, an insulated house or column., Separated from other
μοναστικός,αποσυνδεδεμένος,ερμητικός,ερμητικός,απομονώνω,απομονωμένος,συνταξιούχος,απομονωμένος,διαχωρισμένος,διαχωρισμένος
συνοδεύεται,παρακείμενος,παρακολούθησε,γειτονικός,Επισυναπτόμενος,συνδεδεμένος,Συνεχής,συζευγμένο,γειτονικός,δίπλα
insulate => Μονώνω, insulary => νησιωτικός, insularly => νησιωτικά, insularity => νησιωτικότητα, insularism => νησιωτισμός,