Greek Meaning of escorted
Συνοδευόμενος
Other Greek words related to Συνοδευόμενος
Nearest Words of escorted
Definitions and Meaning of escorted in English
escorted (imp. & p. p.)
of Escort
FAQs About the word escorted
Συνοδευόμενος
of Escort
συνοδεύεται,παρακολούθησε
έρημος,εγκαταλελειμμένος,μοναχικός,μοναχικός,απορριπτόμενος,εγκαταλελειμμένος,έρημος,ξεχασμένος,εγκαταλελειμμένος,άφιλός
escorial => Μονή Εσκοριάλ, escopette => εσκοπέτ, escopet => Καραμπίνα, escolar => Escolar, escocheon => οικόσημο,