Greek Meaning of lorn
θλιμμένος, συντετριμμένος
Other Greek words related to θλιμμένος, συντετριμμένος
Nearest Words of lorn
Definitions and Meaning of lorn in English
lorn (a.)
Lost; undone; ruined.
Forsaken; abandoned; solitary; bereft; as, a lone, lorn woman.
FAQs About the word lorn
θλιμμένος, συντετριμμένος
Lost; undone; ruined., Forsaken; abandoned; solitary; bereft; as, a lone, lorn woman.
μοναχικός,έρημος,εγκαταλελειμμένος,μόνος,μοναχικός,μοναχικός,εγκαταλελειμμένος,μόνος,έρημος,ξεχασμένος
συνοδεύεται,παρακολούθησε,Συνοδευόμενος
lorisidae => Λορισίδαι, loris gracilis => Αδύνατος λόρις, loris => Λόρι, loriot => Αηδόνι, loring => Λόρινγκ,