FAQs About the word lorn

θλιμμένος, συντετριμμένος

Lost; undone; ruined., Forsaken; abandoned; solitary; bereft; as, a lone, lorn woman.

μοναχικός,έρημος,εγκαταλελειμμένος,μόνος,μοναχικός,μοναχικός,εγκαταλελειμμένος,μόνος,έρημος,ξεχασμένος

συνοδεύεται,παρακολούθησε,Συνοδευόμενος

lorisidae => Λορισίδαι, loris gracilis => Αδύνατος λόρις, loris => Λόρι, loriot => Αηδόνι, loring => Λόρινγκ,