Greek Meaning of chaperoned

συνοδευόμενος

Other Greek words related to συνοδευόμενος

Definitions and Meaning of chaperoned in English

Webster

chaperoned (imp. & p. p.)

of Chaperon

FAQs About the word chaperoned

συνοδευόμενος

of Chaperon

συνοδεύεται,παρακολούθησε,Συνοδευόμενος,παρακείμενος,γειτονικός,Επισυναπτόμενος,επικοινωνία,συνδεδεμένος,Συνεχής,συζευγμένο

μόνος,μόνος,μοναχικός,μοναχικός,ανύπαντρος,μοναχικός,ασυνόδευτος,σόλο,δίχως επίβλεψη,ασυνόδευτος

chaperone => συνοδός, chaperonage => Συνοδεία, chaperon => συνοδός, chapelry => παρεκκλήσι, chapellany => καπελανία,