Greek Meaning of connected
συνδεδεμένος
Other Greek words related to συνδεδεμένος
- Συνδεδεμένος
- σύμμαχοι
- συνδεδεμένος
- Αλληλένδετος
- αλληλένδετα
- προσχώρησε
- σχετικός
- συγγενής
- όμοιος
- ανάλογος
- Συγγενής
- συγκρίσιμος
- Ανταποκριτής
- αντίστοιχος
- συγγενείς
- σαν
- ταιριαστό
- παράλληλος
- παρόμοιος
- ίδιος
- παρόμοιος
- τέτοιος
- κατάλληλος
- πειστικός
- έμφυτος
- επίσης
- Σχετικό
- ταυτόσημος
- σχετικός
- επίκαιρος
- παρόμοιος
- τέτοιο
Nearest Words of connected
- connectedness => συνδεσιμότητα
- connecter => συνδετήρας
- connecticut => Κονέκτικατ
- connecticut river => Ποταμός Κονέκτικατ
- connecticuter => κάτοικος του Κονέκτικατ
- connecting flight => πτήση με ανταπόκριση
- connecting rod => Σύνδεσμος
- connecting room => συνδεόμενο δωμάτιο
- connection => σύνδεση
- connective => Σύνδεσμος
Definitions and Meaning of connected in English
connected (s)
being joined in close association
wired together to an alarm system
plugged in
stored in, controlled by, or in direct communication with a central computer
connected (a)
joined or linked together
FAQs About the word connected
συνδεδεμένος
being joined in close association, joined or linked together, wired together to an alarm system, plugged in, stored in, controlled by, or in direct communicatio
Συνδεδεμένος,σύμμαχοι,συνδεδεμένος,Αλληλένδετος,αλληλένδετα,προσχώρησε,σχετικός,συγγενής,όμοιος,ανάλογος
διαφορετικός,διαφορετικός,διαφορετικός,ποικίλος,άλλος,σε αντίθεση με το,άσχετο,διακριτός,διακριτικός,διακριτός
connect => συνδέω, connatural => Σύμφυτος, connate => έμφυτος, connarus guianensis => Connaro guianensis, connaraceae => Κόνναρα,