Greek Meaning of connatural

Σύμφυτος

Other Greek words related to Σύμφυτος

Definitions and Meaning of connatural in English

Wordnet

connatural (s)

similar in nature

normally existing at birth

FAQs About the word connatural

Σύμφυτος

similar in nature, normally existing at birth

συγγενής,όμοιος,σύμμαχοι,ανάλογος,Συγγενής,ανάλογος,συγκρίσιμος,συγγενικός,φιλικός,έμφυτος

διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,μεταβλητή,ποικίλω,διάφοροι,μεταβλητός,διαφορετικός,διαφορετικός,ποικίλος

connate => έμφυτος, connarus guianensis => Connaro guianensis, connaraceae => Κόνναρα, conn => conn, conker => Κάστανο (άγριο),