Greek Meaning of connatural
Σύμφυτος
Other Greek words related to Σύμφυτος
- συγγενής
- όμοιος
- σύμμαχοι
- ανάλογος
- Συγγενής
- ανάλογος
- συγκρίσιμος
- συγγενικός
- φιλικός
- έμφυτος
- αντίστοιχος
- συγγενείς
- συγγενείς
- σαν
- ταιριαστό
- παράλληλος
- σχετικός
- παρόμοιος
- τέτοιος
- τέτοιο
- Σχετίζεται
- συνεισπίπτων
- Συμφωνούσα
- ομόλογος
- συνεπής
- Σύμφωνο
- Ανταποκριτής
- επίσης
- ισοδύναμο
- Ανταλλάξιμος
- ταυτόσημος
- Εναλλάξιμος
- Αναλογικός
- περιττός
- παρόμοιος
- παρόμοιος
- ίδιος
- ο ίδιος
- συνώνυμο
- ισοδύναμο
- αμετάβλητος
- εικονική
- προσεγγίζοντας
- περίπου
- κοντά
- συμπτωματικός
- συμμορφούμενος
- αντίγραφο
- ολόκληρος
- ίδιος
- Ομοιογενής
- ομοιογενής
- αδιαφοροποίητα
- αντικαταστάσιμο
- δίδυμος
- αμετάβλητος
- στολή
- αμετάβλητος
- Εγώ επίσης
Nearest Words of connatural
- connect => συνδέω
- connected => συνδεδεμένος
- connectedness => συνδεσιμότητα
- connecter => συνδετήρας
- connecticut => Κονέκτικατ
- connecticut river => Ποταμός Κονέκτικατ
- connecticuter => κάτοικος του Κονέκτικατ
- connecting flight => πτήση με ανταπόκριση
- connecting rod => Σύνδεσμος
- connecting room => συνδεόμενο δωμάτιο
Definitions and Meaning of connatural in English
connatural (s)
similar in nature
normally existing at birth
FAQs About the word connatural
Σύμφυτος
similar in nature, normally existing at birth
συγγενής,όμοιος,σύμμαχοι,ανάλογος,Συγγενής,ανάλογος,συγκρίσιμος,συγγενικός,φιλικός,έμφυτος
διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,μεταβλητή,ποικίλω,διάφοροι,μεταβλητός,διαφορετικός,διαφορετικός,ποικίλος
connate => έμφυτος, connarus guianensis => Connaro guianensis, connaraceae => Κόνναρα, conn => conn, conker => Κάστανο (άγριο),