Greek Meaning of congeneric

συγγενικός

Other Greek words related to συγγενικός

Definitions and Meaning of congeneric in English

Wordnet

congeneric (n)

an animal or plant that bears a relationship to another (as related by common descent or by membership in the same genus)

Wordnet

congeneric (a)

belonging to the same genus

FAQs About the word congeneric

συγγενικός

an animal or plant that bears a relationship to another (as related by common descent or by membership in the same genus), belonging to the same genus

συγγενής,όμοιος,σύμμαχοι,ανάλογος,Συγγενής,συγκρίσιμος,ομόλογος,φιλικός,έμφυτος,Σύμφυτος

διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,μη ισοδύναμο,μεταβλητή,ποικίλω,διάφοροι,μεταβλητός,διαφορετικός,διαφορετικός

congener => συγκάτοικος, congenator => συγγενής, congelation => ψύξη, congee => Κοντζί, congealment => Πήξη,