Greek Meaning of matching

ταιριαστό

Other Greek words related to ταιριαστό

Definitions and Meaning of matching in English

Wordnet

matching (s)

being two identical

intentionally matched

Webster

matching (p. pr. & vb. n.)

of Match

FAQs About the word matching

ταιριαστό

being two identical, intentionally matchedof Match

όμοιος,ανάλογος,συγκρίσιμος,αντίστοιχος,σαν,παρόμοιος,τέτοιος,συγγενής,Συγγενής,έμφυτος

διαφορετικός,διαφορετικός,διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,ποικίλος,σε αντίθεση με το,διάφοροι,μη ισοδύναμο,Ανταλλάξιμος

matchet => ματσέτα, matcher => ταίριασμα, matched game => Παιχνίδι μνήμης, matched => ταιριαστό, match-coat => Αδιάβροχο,