Greek Meaning of comparable

συγκρίσιμος

Other Greek words related to συγκρίσιμος

Definitions and Meaning of comparable in English

Wordnet

comparable (a)

able to be compared or worthy of comparison

Wordnet

comparable (s)

conforming in every respect

FAQs About the word comparable

συγκρίσιμος

able to be compared or worthy of comparison, conforming in every respect

όμοιος,ανάλογος,σαν,παρόμοιος,τέτοιος,συγγενής,Συγγενής,αντίστοιχος,ισοδύναμο,ταυτόσημος

διαφορετικός,διαφορετικός,ποικίλος,σε αντίθεση με το,διάφοροι,διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,μη ισοδύναμο,μεταβλητή

comparability => συγκρισιμότητα, company union => Εργατικό σωματείο, company operator => φορέας της εταιρείας, company name => Επωνυμία εταιρείας, company man => εταιρικός άνδρας,