Greek Meaning of comparable
συγκρίσιμος
Other Greek words related to συγκρίσιμος
- όμοιος
- ανάλογος
- σαν
- παρόμοιος
- τέτοιος
- συγγενής
- Συγγενής
- αντίστοιχος
- ισοδύναμο
- ταυτόσημος
- ταιριαστό
- παράλληλος
- σχετικός
- παρόμοιος
- παρόμοιος
- συνώνυμο
- σύμμαχοι
- προσεγγίζοντας
- περίπου
- κοντά
- συνεισπίπτων
- συμπτωματικός
- ανάλογος
- Συμφωνούσα
- συμμορφούμενος
- συγγενικός
- φιλικός
- έμφυτος
- συνεπής
- Σύμφωνο
- Ανταποκριτής
- επίσης
- αντίγραφο
- ολόκληρος
- ίδιος
- Ανταλλάξιμος
- Ομοιογενής
- ομοιογενής
- αδιαφοροποίητα
- Εναλλάξιμος
- συγγενείς
- συγγενείς
- Αναλογικός
- περιττός
- ίδιος
- αντικαταστάσιμο
- τέτοιο
- ισοδύναμο
- δίδυμος
- στολή
- εικονική
- τάξεως
- Σχετίζεται
Nearest Words of comparable
- comparability => συγκρισιμότητα
- company union => Εργατικό σωματείο
- company operator => φορέας της εταιρείας
- company name => Επωνυμία εταιρείας
- company man => εταιρικός άνδρας
- company => εταιρεία
- companionway => κλίμακα
- companionship => συντροφικότητα
- companionate => οικείος
- companionableness => συντροφικότητα
- comparable to => συγκρίσιμο με
- comparable with => συγκρίσιμο με
- comparably => συγκριτικά
- comparative => συγκριτικός
- comparative anatomist => συγκριτικός ανατόμος
- comparative anatomy => Συγκριτική ανατομία
- comparative degree => συγκριτικός βαθμός
- comparative literature => Συγκριτική Λογοτεχνία
- comparative negligence => Συγκριτική αμέλεια
- comparative psychology => Συγκριτική ψυχολογία
Definitions and Meaning of comparable in English
comparable (a)
able to be compared or worthy of comparison
comparable (s)
conforming in every respect
FAQs About the word comparable
συγκρίσιμος
able to be compared or worthy of comparison, conforming in every respect
όμοιος,ανάλογος,σαν,παρόμοιος,τέτοιος,συγγενής,Συγγενής,αντίστοιχος,ισοδύναμο,ταυτόσημος
διαφορετικός,διαφορετικός,ποικίλος,σε αντίθεση με το,διάφοροι,διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,μη ισοδύναμο,μεταβλητή
comparability => συγκρισιμότητα, company union => Εργατικό σωματείο, company operator => φορέας της εταιρείας, company name => Επωνυμία εταιρείας, company man => εταιρικός άνδρας,