Greek Meaning of companionate

οικείος

Other Greek words related to οικείος

Definitions and Meaning of companionate in English

Wordnet

companionate (s)

like a companion

FAQs About the word companionate

οικείος

like a companion

αποδεκτός,επαρκής,ισορροπημένος,σύμφωνος,Σύμφωνο,Σωστό,ευπρεπής,αρμονικός,σεβαστός,νόμιμος

ακατάλληλος,ανεπαρκής,μη εφαρμόσιμα,ακατάλληλος,ακατάλληλος,ανίκανος,ανίκανος,ασύmbato,απρεπής,Άπειρος

companionableness => συντροφικότητα, companionable => φιλικός, companionability => φιλικότητα, companion => σύντροφος, compactness => συμπάγεια,