Greek Meaning of competent
Ικανός
Other Greek words related to Ικανός
- ικανός
- κατάλληλος
- κατάλληλος
- ικανός
- ικανός
- ίδιος
- έμπειρος
- ειδικός
- κατάλληλο
- καλός
- προετοιμασμένος
- επιδέξιος
- Έτοιμος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιτευχθείς
- άσσος
- ευέλικτος
- κατάλληλος
- κύριος
- αριστοτεχνικός
- αριστοτεχνικά
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- Πρωτεϊκός
- εκπαιδευμένος
- έμπειρος
- εκπαιδευμένος
- Ευέλικτος
- Βετεράνος
- πρόθυμος
- στην μπάλα
- υπερπροσοντούχος
Nearest Words of competent
- competency => αρμοδιότητα
- competence hearing => ακρόαση επάρκειας
- competence => ικανότητα
- compete => ανταγωνίζομαι
- compere => παρουσιαστής
- compensatory time => χρόνος απασχόλησης ως αποζημίωση
- compensatory spending => αποζημιωτική δαπάνη
- compensatory damages => Αποζημίωση
- compensatory => αντισταθμιστικός
- compensation => αποζημίωση
Definitions and Meaning of competent in English
competent (a)
properly or sufficiently qualified or capable or efficient
legally qualified or sufficient
competent (s)
adequate, but not outstanding or exceptional
FAQs About the word competent
Ικανός
properly or sufficiently qualified or capable or efficient, adequate, but not outstanding or exceptional, legally qualified or sufficient
ικανός,κατάλληλος,κατάλληλος,ικανός,ικανός,ίδιος,έμπειρος,ειδικός,κατάλληλο,καλός
ανίκανος,άπειρος,φτωχός,ακατάλληλος,ανειδίκευτος,ανειδίκευτος,νέος,απροετοίμαστος,ανεκπαίδευτος,ακατάλληλος
competency => αρμοδιότητα, competence hearing => ακρόαση επάρκειας, competence => ικανότητα, compete => ανταγωνίζομαι, compere => παρουσιαστής,