Greek Meaning of unschooled
Αμόρφωτος
Other Greek words related to Αμόρφωτος
- σκοτεινός
- σκοτεινός, -ή, -ό
- αναλφάβητος
- άπειρος
- αθώος
- αφελης
- αγράμματος
- Αγενής
- απλός
- Αμόρφωτος
- αναμάθητος
- αμόρφωτος
- Αγράμματος
- μη αναγνωσμένο
- αμαθής
- αδαής
- αγράμματος
- ατέχναστος
- ανόητος
- άπειρος
- Λειτουργικά αναλφάβητος
- Πράσινο
- αγράμματος
- χυδαίος
- φιλισταίος
- Ημιμαθής
- ακαλλιέργητος
- Ακαλλιέργητος
- ανειδίκευτος
- Αγέλαστος
- ανεκπαίδευτος
- αφελή
- εξαιρετικό
- μορφωμένος
- έμπειρος
- ειδικός
- έξυπνος
- με γνώσεις
- μορφωμένος
- εγγράμματος
- εκπαιδευμένος
- έξυπνος
- εκπαιδευμένος
- ενήμερος
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- Ευρυμαθής
- γνώριμος
- διανοούμενος
- μαθημένος
- επιστημονικός
- εκλεπτυσμένος
- Καλά ενημερωμένος
- Διαβασμένος
- γνωστός
- διανοουμενίστικος
- πολυμάθης
- Πολυμαθής
- πολυμαθής
Nearest Words of unschooled
Definitions and Meaning of unschooled in English
unschooled (s)
lacking in schooling
FAQs About the word unschooled
Αμόρφωτος
lacking in schooling
σκοτεινός,σκοτεινός, -ή, -ό,αναλφάβητος,άπειρος,αθώος,αφελης,αγράμματος,Αγενής,απλός,Αμόρφωτος
εξαιρετικό,μορφωμένος,έμπειρος,ειδικός,έξυπνος,με γνώσεις,μορφωμένος,εγγράμματος,εκπαιδευμένος,έξυπνος
unscholarly => ακαλλιέργητος, unscheduled => απρογραμμάτιστο, unsceptred => άσκηπτρος, unsceptered => Άστεφτος, unscathed => αλώβητος,