Greek Meaning of well-informed

Καλά ενημερωμένος

Other Greek words related to Καλά ενημερωμένος

Definitions and Meaning of well-informed in English

Wordnet

well-informed (s)

possessing sound knowledge

Webster

well-informed (a.)

Correctly informed; provided with information; well furnished with authentic knowledge; intelligent.

FAQs About the word well-informed

Καλά ενημερωμένος

possessing sound knowledgeCorrectly informed; provided with information; well furnished with authentic knowledge; intelligent.

γνωστός,ενήμερος,γνώριμος,ενημερωμένος,εξοικειωμένος,ενήμερος,με γνώσεις,πάνω,Ενημερωμένος,έμπειρος

εν αγνοία,Αναίσθητος,άγνωστο,απληροφόρητος,τυφλός,αναίσθητος,ανυποψίαστος,άγνωστος,απρόσεκτος (aprósektos),άθελά του

wellhole => γεώτρηση, well-heeled => εύπορος, wellhead => κεφαλή φρέατος, well-grounded => καλά εμπεδωμένος, well-grooved => καλολαξευμένο,