FAQs About the word au courant

ενημερωμένος

being up to particular standard or level especially in being up to date in knowledge

κέντρο πόλης,μοντέρνος,γοφός,τώρα,κομψό,μοντέρνος,σικ,κουλ,def,τέλειος

έξω,όχι κουλ,σπασίκλας,σπασίκλας,ξεπερασμένος,Αξεπέραστος,ντεμοντέ,παλιομοδίτικος,νερντάτος,άκομψος

au => κοντά, atypically => Ασυνήθιστα, atypicality => ατυπία, atypical pneumonia => Ατυπική πνευμονία, atypical => άτυπος,