Greek Meaning of dowdy
παλιομοδίτικος
Other Greek words related to παλιομοδίτικος
- φουσκωμένος
- φουσκωτός
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- τριχωτός
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
- χαοτικός
- ακατάστατο
- μπερδεμένος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- Βρόμικος
- ατημέλητος
- τσαλακωμένος
- φθαρμένος
- ατημέλητος
- σλοβένικος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- λερωμένος
- μαυρισμένος
- μουντός
- αποδιοργανωμένος
- ακατάστατος
- βρώμικος
- βρώμικος
- γκράντζι
- χάλασε
- χαμηλής ποιότητας
- μπερδεμένος
- ανακατεμένα
- ακατάστατος
- βρώμικο
- ύπουλος
- λερωμένος
- Στιγμένος
- άθλιος
- Λεκιασμένος
- Ακάθαρτος
- ακάθαρτα
- αχτένιστο
- ατημέλητος
- βρώμικος
- Μολυσμένο
- σικ
- καλοντυμένος
- αριστοκρατικός
- μοντέρνος
- μοντέρνος
- κοφτερός
- έξυπνος
- έλατο
- κομψό
- προσεκτικός
- Καθαρός
- καθαρισμένος
- χτενισμένο
- ντυμένη στην πένα
- απαιτητικός
- επιλεκτικός
- καλλωπισμένος
- άμωμος
- σχολαστικός
- καθαρός
- παραγγελθέντα
- οργανωμένος
- λαμπερά
- άψογος
- ανοξείδωτο
- τακτοποιημένος
- Καθαρά
- αμόλυντος
- αμόλυντος
Nearest Words of dowdy
Definitions and Meaning of dowdy in English
dowdy (n)
British marshal of the RAF who commanded the British air defense forces that defeated the Luftwaffe during the Battle of Britain (1882-1970)
deep-dish apple dessert covered with a rich crust
dowdy (s)
lacking in smartness or taste
primly out of date
dowdy (superl.)
Showing a vulgar taste in dress; awkward and slovenly in dress; vulgar-looking.
dowdy (n.)
An awkward, vulgarly dressed, inelegant woman.
FAQs About the word dowdy
παλιομοδίτικος
British marshal of the RAF who commanded the British air defense forces that defeated the Luftwaffe during the Battle of Britain (1882-1970), deep-dish apple de
φουσκωμένος,φουσκωτός,ατημέλητος,ακατάστατος,τριχωτός,απρόσεκτος,ατημέλητος,ατημέλητος,ακατάστατος,ρυτιδωμένος
σικ,καλοντυμένος,αριστοκρατικός,μοντέρνος,μοντέρνος,κοφτερός,έξυπνος,έλατο,κομψό,προσεκτικός
dowding => Ντάουντινγκ, dowdiness => Αδιάφορη, dowdily => φτωχικά, dowdies => ντιβάνι, dowcet => [Not Found],