Greek Meaning of unsoiled
αμόλυντος
Other Greek words related to αμόλυντος
- Καθαρός
- άμωμος
- αμόλυντος
- αντισηπτικό
- αγνός
- γαλακτώδες
- καθαρός
- υγειονομικός
- λαμπερός
- χιονισμένος
- λαμπερά
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- άψογος
- ανοξείδωτο
- στείρος
- Αμόλυντος
- χωρίς λεκέδες
- αμόλυντος
- Αμόλυντος
- άσπιλος
- χλωριωμένο
- φωτεινό
- Καθαρά
- Καθαρισμένο
- δίκαιο
- άψογος
- αποστειρωμένο <br>
- υγιεινός
- καθαρίστηκε
- ακηλίδωτος
- Άψογος
- αμόλυντος
- πλυμένο
- λευκό
- λευκασμένος
- υγιεινός
- καθαρισμένος
Nearest Words of unsoiled
Definitions and Meaning of unsoiled in English
unsoiled (s)
without soil or spot or stain
FAQs About the word unsoiled
αμόλυντος
without soil or spot or stain
Καθαρός,άμωμος,αμόλυντος,αντισηπτικό,αγνός,γαλακτώδες,καθαρός,υγειονομικός,λαμπερός,χιονισμένος
μουντός,Βρόμικος,φάουλ,λαδερό,βρώμικος,βρώμικος,λασπωμένος,λερωμένος,Στιγμένος,Λεκιασμένος
unsoft => Σκληρό, unsocket => αφαιρώ από την πρίζα, unsocial => αντικοινωνικός, unsociably => μοναχικός, unsociableness => απροσκοινωνησία,