Greek Meaning of soiled

λερωμένος

Other Greek words related to λερωμένος

Definitions and Meaning of soiled in English

Wordnet

soiled (a)

soiled or likely to soil with dirt or grime

FAQs About the word soiled

λερωμένος

soiled or likely to soil with dirt or grime

μαυρισμένος,σκονισμένος,Βρόμικος,λασπωμένος,Λεκιασμένος,αγκαθωτός,Befouled = Βεβηλωμένος,βρώμικος,λερωμένος,Μολυσμένος

Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,σαφής,άμωμος,διαυγής,καθαρός,Αστραφτερός.,άψογος,ανοξείδωτο

soil-building => οικοδόμηση εδάφους, soil profile => προφίλ εδάφους, soil pipe => σωλήνας αποχέτευσης, soil horizon => Ορίζοντας εδάφους, soil erosion => Διάβρωση εδάφους,