Greek Meaning of cleaned
καθαρισμένος
Other Greek words related to καθαρισμένος
- αντισηπτικό
- Καθαρός
- Καθαρά
- υγιεινός
- άμωμος
- Καλοχτενισμένος
- παραγγελθέντα
- οργανωμένος
- Γρήγορα
- λαμπερά
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- άψογος
- ανοξείδωτο
- τακτοποιημένο
- τακτοποιημένος
- Διακόσμηση
- Ακατάστατος
- αμόλυντος
- αμόλυντος
- προσεκτικός
- χτενισμένο
- Κροκαλένια
- απαιτητικός
- καλλωπισμένος
- περιποιημένος
- μεθοδικός
- μεθοδικός
- σχολαστικός
- καθαρός
- οργανωμένος
- τακτικός
- άνετος
- συστηματικός
- καλά τακτοποιημένο
- τακτοποιημένος
- συστηματοποιημένο
- καπελοθήκη
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- αμόλυντος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- Περιποιημένος
- υγιεινός
- μαυρισμένος
- χαοτικός
- ακατάστατο
- μπερδεμένος
- μουντός
- αποδιοργανωμένος
- ακατάστατος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- Βρόμικος
- βρώμικος
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- χάλασε
- ακατάστατος
- μπερδεμένος
- ανακατεμένα
- ακατάστατος
- τσαλακωμένος
- απρόσεκτος
- λερωμένος
- Στιγμένος
- Λεκιασμένος
- αχτένιστος
- αναποδογύρισμα
- Ακάθαρτος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- λερωμένο
- αγκαθωτός
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος
- λερωμένος
- κακός
- κουρασμένος
- φάουλ
- βρόμικος
- βρώμικος
- γκράντζι
- ανάκατα
- κρυφά
- χαμηλής ποιότητας
- βρώμικο
- άνω κάτω
- τριχωτός
- ατημέλητος
- άθλιος
- ανάποδα
- ακάθαρτα
- αχτένιστο
- ανάποδα
- Μολυσμένο
- βρώμικος με μούργα
- παλιομοδίτικος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- σλοβένικος
Nearest Words of cleaned
- clean-burning => καθαρής καύσης
- cleanable => Καθαρίσιμο
- clean up => καθάρισμα
- clean slate => Καθαρός πίνακας
- clean room => Καθαρός θάλαμος
- clean out => καθαρίζω
- clean house => Καθαρίστε το σπίτι
- clean bill of health => Καθαρό πιστοποιητικό υγείας
- clean and jerk => Άρση και επολέ-ζετέ
- clean => Καθαρός
- cleaner => καθαριστής
- cleaners => Καθαριστικά
- clean-handed => καθαρός
- cleaning => καθαρισμός
- cleaning device => Συσκευή καθαρισμού
- cleaning equipment => Εξοπλισμός καθαρισμού
- cleaning implement => καθαριστικό
- cleaning lady => Καθαρίστρια
- cleaning pad => Σφουγγάρι καθαρισμού
- cleaning woman => Καθαρίστρια
Definitions and Meaning of cleaned in English
cleaned (imp. & p. p.)
of Clean
FAQs About the word cleaned
καθαρισμένος
of Clean
αντισηπτικό,Καθαρός,Καθαρά,υγιεινός,άμωμος,Καλοχτενισμένος,παραγγελθέντα,οργανωμένος,Γρήγορα,λαμπερά
μαυρισμένος,χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,μουντός,αποδιοργανωμένος,ακατάστατος,αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος
clean-burning => καθαρής καύσης, cleanable => Καθαρίσιμο, clean up => καθάρισμα, clean slate => Καθαρός πίνακας, clean room => Καθαρός θάλαμος,