Greek Meaning of pell-mell

άνω κάτω

Other Greek words related to άνω κάτω

Definitions and Meaning of pell-mell in English

Wordnet

pell-mell (s)

with undue hurry and confusion

Wordnet

pell-mell (r)

in a wild or reckless manner

Webster

pell-mell (n.)

See Pall-mall.

FAQs About the word pell-mell

άνω κάτω

with undue hurry and confusion, in a wild or reckless mannerSee Pall-mall.

Επιπόλαιος,με κεφάλι κάτω,σπεύδω,παρορμητικός,απότομος,Δερματικό εξάνθημα,βιαστικός,ξαφνικά,ξαφνικός,πρόχειρος

υπολογισμένος,εσκεμμένος,ήρεμος,χωρίς πίεση,υπολογίζοντας,συνετός,διευρυμένο,διστακτικός,διορατικός,ήρεμος

pellmell => χύμα, pellitory-of-the-wall => παρεταριά, pellitory-of-spain => Πάρουτθος, pellitory => ἀρτεμισία, pellile => δέρμα,