Greek Meaning of rash
Δερματικό εξάνθημα
Other Greek words related to Δερματικό εξάνθημα
- πρόχειρος
- Επιπόλαιος
- με κεφάλι κάτω
- σπεύδω
- παρορμητικός
- βιαστικός
- καθίζημα
- απότομος
- γρήγορος
- απερίσκεπτος
- βιαστικός
- ξαφνικά
- drive-by
- ξαφνικός
- συναρπαστικός
- ιπτάμενος
- χαοτικά
- Ανυπόμονος
- παρορμητικός
- αυτοσχέδιος
- προσωρινός
- άνω κάτω
- γρήγορος
- βιασύνη
- αυθόρμητος
- γρήγορος
- γαδαρηνός
- chóngyros
- πεισματάρης
- μεθυστικό
- Έφιππος
- Οξύθυμος
- τρελό
- αυτοσχέδιο
- πρόχειρα
- επιπόλαιος
- πρόχειρος
- Κλικ
- γρήγορος
- παρορμητικός
- μη συνιστάται
Nearest Words of rash
Definitions and Meaning of rash in English
rash (n)
any red eruption of the skin
a series of unexpected and unpleasant occurrences
rash (s)
imprudently incurring risk
marked by defiant disregard for danger or consequences
rash (v. t.)
To pull off or pluck violently.
To slash; to hack; to cut; to slice.
To prepare with haste.
rash (n.)
A fine eruption or efflorescence on the body, with little or no elevation.
An inferior kind of silk, or mixture of silk and worsted.
rash (superl.)
Sudden in action; quick; hasty.
Requiring sudden action; pressing; urgent.
Esp., overhasty in counsel or action; precipitate; resolving or entering on a project or measure without due deliberation and caution; opposed to prudent; said of persons; as, a rash statesman or commander.
Uttered or undertaken with too much haste or too little reflection; as, rash words; rash measures.
So dry as to fall out of the ear with handling, as corn.
FAQs About the word rash
Δερματικό εξάνθημα
any red eruption of the skin, a series of unexpected and unpleasant occurrences, imprudently incurring risk, marked by defiant disregard for danger or consequen
πρόχειρος,Επιπόλαιος,με κεφάλι κάτω,σπεύδω,παρορμητικός,βιαστικός,καθίζημα,απότομος,γρήγορος,απερίσκεπτος
εσκεμμένος,παρατεταμένος,ήρεμος,υπολογισμένος,υπολογίζοντας,συνετός,διευρυμένο,διορατικός,διστακτικός,μακροπρόθεσμος
rase => ξυρίζω, rascally => ατίθασος, rascallion => παλιάνθρωπος, rascality => ατιμία, rascalities => σκανταλιές,