Greek Meaning of drawn-out
μακροσκελής
Other Greek words related to μακροσκελής
Nearest Words of drawn-out
Definitions and Meaning of drawn-out in English
drawn-out (s)
relatively long in duration; tediously protracted
(used of speech) uttered slowly with prolonged vowels
FAQs About the word drawn-out
μακροσκελής
relatively long in duration; tediously protracted, (used of speech) uttered slowly with prolonged vowels
μακροπρόθεσμος,παρατεταμένος,συνετός,διευρυμένο,διστακτικός,διορατικός,προνοητικός,διστακτικός,προσωρινός,υπολογισμένος
πρόχειρος,drive-by,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,με κεφάλι κάτω,σπεύδω,καθίζημα,απότομος,Δερματικό εξάνθημα,βιαστικός
drawnet => Γρι-γρι, drawn butter => Λιωμένο βούτυρο, drawn => σχεδιασμένο, drawloom => Σχέδιο εργαλείο, drawlink => drawlink,